ὀλισθήσῃς

ὀλισθήσῃς
ὀλισθάνω
slip
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έδρανο ολίσθησης — Μηχανικό όργανο. Προορίζεται να συγκρατεί τα κινούμενα όργανα των μηχανών και να ελαττώνει τις τριβές που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Το έ.ο. έχει δακτυλιοειδές σχήμα και απαρτίζεται συνήθως από δύο μέρη, ώστε να διευκολύνεται η αλλαγή του. Βασικά …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • κέρλινγκ — (curling). Χειμερινό άθλημα, που παίζεται πάνω στον πάγο. Η πατρότητά του διεκδικείται από τη Σκοτία και τη Βαυαρία. Στη Βαυαρία ήταν γνωστό από το 1520 και έχαιρε τέτοιας εκτίμησης ώστε το εξυμνούσαν οι ποιητές και το συνιστούσαν οι κληρικοί.… …   Dictionary of Greek

  • τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… …   Dictionary of Greek

  • άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… …   Dictionary of Greek

  • έκκεντρο — Κινηματικό όργανο το οποίο επιτρέπει τη μετάδοση κινήσεων, που ρυθμίζονται από οποιονδήποτε νόμο σε συνάρτηση με τον χρόνο. Ονομάζεται και εκκεντρική βαθμίδα ή, σπανιότερα, κτηδών. Ιδιαίτερα μετασχηματίζει μια ομαλή κυκλική κίνηση ενός άξονα σε… …   Dictionary of Greek

  • αντιμόνιο — Στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο Sb, από το λατινικό stibium. Έχει ατομικό αριθμό 51. Γνωστό από την πιο μακρινή αρχαιότητα ως προϊόν της αναγωγής του ορυκτού αντιμονίτη ή ως θειούχο α. (Sb2S3), θεωρήθηκε ένα είδος …   Dictionary of Greek

  • αρθρωδία — η (Α ἀρθρωδία) [αρθρώδης] άρθρωση η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδες αρθρικές επιφάνειες και πολύ περιορισμένης έκτασης κινήσεις ολίσθησης προς όλες τις διευθύνσεις (π.χ. η ακρώμια κλειδική άρθρωση) …   Dictionary of Greek

  • επώθηση — Η μετατόπιση των πετρωμάτων και η επικάθηση ενός μέρους του στερεού φλοιού της Γης πάνω σε ένα άλλο. Η επιφάνεια όπου συμβαίνει η ε. είναι μία ρωγμή, κατά μήκος της οποίας τα πετρώματα που βρίσκονται στις αντίθετες πλευρές της ολισθαίνουν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”